νυκτιπόλος: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτιπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για οπαδούς του Βάκχου) αυτός που περιπλανάται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) [[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>μαντι</i>-[[πόλος]].
|mltxt=[[νυκτιπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για οπαδούς του Βάκχου) αυτός που περιπλανάται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) [[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> <i>μαντι</i>-[[πόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτῐπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που περιπλανιέται τη [[νύχτα]], λέγεται για τους οργιαστές θιασώτες του Βάκχου, σε Ευρ.
}}
}}