ὁμορέω: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμορέω]] και ιων. τ. [[ὁμουρέω]] (Α) [[όμορος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμορος, έχω κοινά [[σύνορα]] με κάποιον, [[συνορεύω]], [[γειτνιάζω]]<br /><b>2.</b> (στον ιων. τ.) (για [[γυναίκα]]) [[πλησιάζω]] κάποιον με ερωτική [[διάθεση]] ή [[συγκατοικώ]] [[παράνομα]] με ερωμένο, [[συζώ]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὁμοροῡντες</i><br />οι γείτονες.
|mltxt=[[ὁμορέω]] και ιων. τ. [[ὁμουρέω]] (Α) [[όμορος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] όμορος, έχω κοινά [[σύνορα]] με κάποιον, [[συνορεύω]], [[γειτνιάζω]]<br /><b>2.</b> (στον ιων. τ.) (για [[γυναίκα]]) [[πλησιάζω]] κάποιον με ερωτική [[διάθεση]] ή [[συγκατοικώ]] [[παράνομα]] με ερωμένο, [[συζώ]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὁμοροῡντες</i><br />οι γείτονες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμορέω:''' Ιων. [[ὁμουρέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], βρίσκομαι [[επάνω]] στα [[σύνορα]], [[γειτνιάζω]] (<i>οἱ Κελτοὶ</i>) <i>ὁμουρέουσι Κυνησίοισι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}