ὀπισθόπους: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀπισθόπους]], ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει από [[πίσω]], [[ακόλουθος]], [[οπαδός]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
|mltxt=[[ὀπισθόπους]], ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει από [[πίσω]], [[ακόλουθος]], [[οπαδός]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπισθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που βαδίζει [[πίσω]], που ακολουθεί, [[ακόλουθος]], σε Ευρ.· επίσης, ὀπίσθοπος (πρβλ. [[Οἰδίπους]]), σε Αισχύλ.
}}
}}