ὀνομακλυτός: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνομάκλυτος]], -ον, θηλ. και -α (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[δόξα]] σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]] <span style="color: red;">+</span> [[κλυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλύω]] «[[ακούω]], [[προσέχω]]»)].
|mltxt=[[ὀνομάκλυτος]], -ον, θηλ. και -α (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[δόξα]] σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνομα]] <span style="color: red;">+</span> [[κλυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλύω]] «[[ακούω]], [[προσέχω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομακλῠτός:''' -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}