παραδέχομαι: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, ιων. τ. [[παραδέκομαι]], ποιητ. τ. [[παρδέχομαι]]<br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] και [[δίκαιο]], [[συμφωνώ]], [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] («[[ποτέ]] δεν παραδέχεται τα λάθη του»)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[κρίνω]] ως άξιο («σέ [[παραδέχομαι]]»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα παραδεδεγμένα</i><br />όσα ισχύουν [[κατά]] [[παράδοση]], αυτά που θεωρούνται από όλους ως [[ορθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται από κάποιον («[[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο γαμβροῡ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τέκνα]]) [[κληρονομώ]] («παραδεξάμενος παρὰ τοῡ πατρὸς τὸν πόλεμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλαμβάνω]] [[κάτι]] από την [[παράδοση]] («φήμην... παραδεδέγμεθα τῆς τῶν [[τότε]] μακαρίας ζωῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρχοντα) [[λαμβάνω]] αντικείμενα που έχουν γραφεί σε κατάλογο<br /><b>5.</b> (για μαθητή) [[κάνω]] [[κτήμα]] μου τα διδασκόμενα<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[έργο]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>7.</b> [[υποδέχομαι]]<br /><b>8.</b> (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να εισέλθει<br /><b>10.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[ιδιότητα]] του πολίτη («ἐν Ἄργει... ἠναγκάσθησαν παραδέξασθαι τῶν περιοίκων [[τινάς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] [[κάτι]] («ὅν ἀγαπᾷ Κὗριος παιδεύει, μαστειγεῑ δὲ [[πάντα]] [[υἱόν]], ὅv παραδέχεται», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημαίνω]], έχω [[σημασία]].
|mltxt=ΝΜΑ, ιων. τ. [[παραδέκομαι]], ποιητ. τ. [[παρδέχομαι]]<br />[[δέχομαι]] [[κάτι]] ως [[ορθό]] και [[δίκαιο]], [[συμφωνώ]], [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]] («[[ποτέ]] δεν παραδέχεται τα λάθη του»)<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]], [[κρίνω]] ως άξιο («σέ [[παραδέχομαι]]»)<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα παραδεδεγμένα</i><br />όσα ισχύουν [[κατά]] [[παράδοση]], αυτά που θεωρούνται από όλους ως [[ορθά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται από κάποιον («[[σῆμα]] κακὸν παρεδέξατο γαμβροῡ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τέκνα]]) [[κληρονομώ]] («παραδεξάμενος παρὰ τοῡ πατρὸς τὸν πόλεμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραλαμβάνω]] [[κάτι]] από την [[παράδοση]] («φήμην... παραδεδέγμεθα τῆς τῶν [[τότε]] μακαρίας ζωῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρχοντα) [[λαμβάνω]] αντικείμενα που έχουν γραφεί σε κατάλογο<br /><b>5.</b> (για μαθητή) [[κάνω]] [[κτήμα]] μου τα διδασκόμενα<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[έργο]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>7.</b> [[υποδέχομαι]]<br /><b>8.</b> (με απρμφ.) [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>9.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να εισέλθει<br /><b>10.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[ιδιότητα]] του πολίτη («ἐν Ἄργει... ἠναγκάσθησαν παραδέξασθαι τῶν περιοίκων [[τινάς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] ότι [[κάποιος]] [[είναι]] [[κάτι]] («ὅν ἀγαπᾷ Κὗριος παιδεύει, μαστειγεῑ δὲ [[πάντα]] [[υἱόν]], ὅv παραδέχεται», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημαίνω]], έχω [[σημασία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. <i>-ξομαι</i>, παρακ. -[[δέδεγμαι]], αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[παίρνω]] από κάποιον [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για [[παιδιά]], [[παίρνω]] ως [[κληρονομιά]], [[κληρονομώ]], τὴν [[ἀρχήν]], σε Ηρόδ.· ομοίως, τὴν μάχην [[παραδέχομαι]], [[αναλαμβάνω]] και [[συνεχίζω]] τη [[μάχη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., <i>παραδέχομαί τινι πράττειν τι</i>, [[αναλαμβάνω]] να κάνω [[κάτι]], [[επιμένω]] να κάνω ένα [[πράγμα]], Λατ. recipere se facturum, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[παραδέχομαι]], σε Πλάτ.
}}
}}