3,274,216
edits
(31) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρθενικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε [[κορίτσι]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη [[φορά]] («παρθενικό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[ηθικός]] («όπου 'χε σαν παρθενικό [[τριαντάφυλλο]] το [[στόμα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθενικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> μεμβράνη που κλείνει, [[άλλοτε]] λιγότερο και [[άλλοτε]] περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παρθενική]]<br />ανύπαντρο [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παρθενικόν</i><br />το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παρθενικὴ νεῆνις» — [[παρθένος]] [[κόρη]]<br />β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει [[κανείς]] έργα που αρμόζουν σε παρθένο<br />γ) «παρθενικὸς [[ανήρ]]» — ο [[σύζυγος]] παρθένου, ο [[πρώτος]] άντρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρθενικώς</i> και -ά / <i>παρθενικῶς</i>, ΝΜ<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο. | |mltxt=-ή, -ό / [[παρθενικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε [[κορίτσι]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη [[φορά]] («παρθενικό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[ηθικός]] («όπου 'χε σαν παρθενικό [[τριαντάφυλλο]] το [[στόμα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθενικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> μεμβράνη που κλείνει, [[άλλοτε]] λιγότερο και [[άλλοτε]] περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παρθενική]]<br />ανύπαντρο [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παρθενικόν</i><br />το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παρθενικὴ νεῆνις» — [[παρθένος]] [[κόρη]]<br />β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει [[κανείς]] έργα που αρμόζουν σε παρθένο<br />γ) «παρθενικὸς [[ανήρ]]» — ο [[σύζυγος]] παρθένου, ο [[πρώτος]] άντρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρθενικώς</i> και -ά / <i>παρθενικῶς</i>, ΝΜ<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρθενικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παρθένα]], [[αγνός]], [[άσπιλος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |