παραμυθέομαι: Difference between revisions

5
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=παραμυθοῦμαι; 1st aorist παρεμυθησαμην; from [[Homer]] [[down]]; to [[speak]] to, [[address]] [[one]], [[whether]] by [[way]] of [[admonition]] and [[incentive]], or to [[calm]] and [[console]]; [[hence]], equivalent to to [[encourage]], [[console]]: τινα, τινα [[περί]] τίνος, John 11:19.
|txtha=παραμυθοῦμαι; 1st aorist παρεμυθησαμην; from [[Homer]] [[down]]; to [[speak]] to, [[address]] [[one]], [[whether]] by [[way]] of [[admonition]] and [[incentive]], or to [[calm]] and [[console]]; [[hence]], equivalent to to [[encourage]], [[console]]: τινα, τινα [[περί]] τίνος, John 11:19.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραμῡθέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ενθαρρύνω]] ή [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], με δοτ. προσ. και απαρ., <i>τοῖςἄλλοισιν ἔφη παραμυθήσασθαι οἴκαδ' ἀποπλέειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. προσ., <i>παραμυθοῦ με</i> (ενν. <i>ποιεῖν</i>) [[ὅτι]] καὶ πείσεις, σε Αισχύλ.· με αιτ. προσ. μόνο, [[ενθαρρύνω]], [[παρακινώ]], [[συμβουλεύω]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παρηγορώ]], [[συμβουλεύω]], <i>τινα</i>, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> [[καθησυχάζω]], <i>παραμυθεῖτο</i>, προσπάθησε να τους καθησυχάσει, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> καταπραΰνω, [[ελαττώνω]], σε Πλούτ.· [[απαλύνω]], [[μειώνω]], [[αμβλύνω]], σε Στράβ.
}}
}}