περιπόρφυρος: Difference between revisions

5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πορφυρή [[παρυφή]] («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιπόρφυρος]] [[ἐσθής]] [[[τήβεννα]] ή [[τήβεννος]]]» — [[λευκό]] [[ένδυμα]] με πλατιά πορφυρή [[παρυφή]] το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές<br />β) «περιπόρφυροι παῑδες» — τα [[παιδιά]] τών ελευθέρων στη [[Ρώμη]] τα οποία φορούσαν το [[παραπάνω]] [[ένδυμα]]<br />γ) «[[περιπόρφυρος]] [[ἀγών]]» — [[είδος]] αθλητικού αγωνίσματος στη [[Σιδώνα]].
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πορφυρή [[παρυφή]] («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιπόρφυρος]] [[ἐσθής]] [[[τήβεννα]] ή [[τήβεννος]]]» — [[λευκό]] [[ένδυμα]] με πλατιά πορφυρή [[παρυφή]] το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές<br />β) «περιπόρφυροι παῑδες» — τα [[παιδιά]] τών ελευθέρων στη [[Ρώμη]] τα οποία φορούσαν το [[παραπάνω]] [[ένδυμα]]<br />γ) «[[περιπόρφυρος]] [[ἀγών]]» — [[είδος]] αθλητικού αγωνίσματος στη [[Σιδώνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπόρφῠρος:''' -ον ([[πορφύρα]]), αυτός που έχει πορφυρές καταλήξεις, [[περιπόρφυρος]] ἔσθης, [[ένδυμα]] με πορφυρές παρυφές, το Ρωμ. [[toga]] praetextataή laticlavia, σε Πολύβ. κ.λπ.· απ' όπου, περι-πορφῠρό-σημοςπαῖς, <i>ὁ</i>, Λατ. [[puer]] [[praetextatus]], σε Ανθ.
}}
}}