πλάνος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο / [[πλάνος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που πιστεύει ή διδάσκει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, που αντιστρατεύεται τις χριστιανικές διδασκαλίες και αλήθειες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γοητεύει με την [[ομορφιά]] του, [[γοητευτικός]] (α. «πλάνα μάτια»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γόης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πλανάται ως [[προς]] την [[πεποίθηση]] ή την [[προσδοκία]] του («γλυκοί εστάθηκαν και πλάνοι / τών γονιών σου οι στοχασμοί», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πλάνος]]<br />α) [[δόλωμα]] αλιευτικό<br />β) το [[πουλί]] [[γιδοβυζάστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασταθής]] («ποικίλον πρᾱγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον [[τύχη]]», Μέν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανάται («πλάνα φέγγη» — οι πλανήτες, Μαν.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[περιπλάνηση]]<br />β) [[κίνηση]] («κερκίδος ἐμᾱς πλάνους», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[παρέκκλιση]], [[παρέκβαση]]<br />δ) (για [[ασθένεια]]) ανώμαλη [[πορεία]]<br />ε) [[πλάνη]], [[λάθος]]<br />στ) γραμματικό [[σφάλμα]]<br />ζ) απατηλή [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πνεῡμα πλάνον»<br />(στην Καινή Διαθήκη) [[δαίμονας]] που παραπλανά, που εκτρέπει από την [[ευθεία]] οδό, από την [[αλήθεια]]<br />β) «φροντίδος πλάνοι» — οι περιπλανήσεις της σκέψης<br />γ) «[[πλάνος]] φρενῶν»<br />i) [[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br />ii) ψυχική [[διαταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πλανῶ</i> / <i>πλανῶμαι</i>].———————— <b>(II)</b><br />το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) δελεαστικό [[μέσο]], [[δέλεαρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πλάνη]] με [[αλλαγή]] γένους (<b>πρβλ.</b> [[μισθό]], <i>το</i>: [[μισθός]], <i>ο</i>, [[πεύκο]], <i>το</i>: [[πεύκη]], <i>η</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο / [[πλάνος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που πιστεύει ή διδάσκει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, που αντιστρατεύεται τις χριστιανικές διδασκαλίες και αλήθειες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γοητεύει με την [[ομορφιά]] του, [[γοητευτικός]] (α. «πλάνα μάτια»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γόης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πλανάται ως [[προς]] την [[πεποίθηση]] ή την [[προσδοκία]] του («γλυκοί εστάθηκαν και πλάνοι / τών γονιών σου οι στοχασμοί», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πλάνος]]<br />α) [[δόλωμα]] αλιευτικό<br />β) το [[πουλί]] [[γιδοβυζάστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασταθής]] («ποικίλον πρᾱγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον [[τύχη]]», Μέν.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιπλανάται («πλάνα φέγγη» — οι πλανήτες, Μαν.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[περιπλάνηση]]<br />β) [[κίνηση]] («κερκίδος ἐμᾱς πλάνους», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) [[παρέκκλιση]], [[παρέκβαση]]<br />δ) (για [[ασθένεια]]) ανώμαλη [[πορεία]]<br />ε) [[πλάνη]], [[λάθος]]<br />στ) γραμματικό [[σφάλμα]]<br />ζ) απατηλή [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πνεῡμα πλάνον»<br />(στην Καινή Διαθήκη) [[δαίμονας]] που παραπλανά, που εκτρέπει από την [[ευθεία]] οδό, από την [[αλήθεια]]<br />β) «φροντίδος πλάνοι» — οι περιπλανήσεις της σκέψης<br />γ) «[[πλάνος]] φρενῶν»<br />i) [[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br />ii) ψυχική [[διαταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>πλανῶ</i> / <i>πλανῶμαι</i>].———————— <b>(II)</b><br />το, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) δελεαστικό [[μέσο]], [[δέλεαρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πλάνη]] με [[αλλαγή]] γένους (<b>πρβλ.</b> [[μισθό]], <i>το</i>: [[μισθός]], <i>ο</i>, [[πεύκο]], <i>το</i>: [[πεύκη]], <i>η</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλάνος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε [[σφάλμα]], [[απατεώνας]], [[απατηλός]], σε Θεόκρ., Μόσχ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πλάνος]], ὁ = [[πλάνη]].<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>φροντίδος πλάνοι</i>, περιπλανήσεις του μυαλού, [[τρέλα]], σε Ευρ.· <i>πλάνοις</i>, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για [[ασθένεια]], σε Σοφ.· <i>κερκίδος πλάνοι</i>, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλάνος]], <i>ὁ</i>, [[απατεώνας]], [[αγύρτης]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}