πραΰνοος: Difference between revisions

6
(6_23)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρᾱΰνοος''': Ἰων. πρηΰ-, [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πρᾶον νοῦν, διάθεσιν πραεῖαν, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 13, Ἀνθ. Π. 7. 592, κτλ.· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 769, [[μετὰ]] διαφ. γραφῆς πρηΰνομος.
|lstext='''πρᾱΰνοος''': Ἰων. πρηΰ-, [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πρᾶον νοῦν, διάθεσιν πραεῖαν, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 13, Ἀνθ. Π. 7. 592, κτλ.· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 769, [[μετὰ]] διαφ. γραφῆς πρηΰνομος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱΰνοος:''' Ιων. πρηύ-, [ῠ], -ον, αυτός που έχει ήρεμο νου, ήσυχη [[σκέψη]], σε Ανθ.
}}
}}