πολυτρίπους: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολλούς τρίποδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρίπους]].
|mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολλούς τρίποδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρίπους]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυτρίπους:''' [ῐ], ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε τρίποδες, σε Ανθ.
}}
}}