Anonymous

προσκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[επιδικάζω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] ως [[κτήμα]] κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγιγνώσκω]] «[[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[κατηγορώ]], [[καταδικάζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταδικάζω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[επιδικάζω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[κατακυρώνω]] [[κάτι]] ως [[κτήμα]] κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγιγνώσκω]] «[[αποδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]], [[κατηγορώ]], [[καταδικάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[καταδικάζω]], σε Αντιφών.<br /><b class="num">II.</b> [[επιδικάζω]], <i>τί τινι</i>, σε Δημ.
}}
}}