σκαλμός: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ, και [[σκαρμός]], Ν<br /><b>ναυτ.</b> μικρή κυλινδρική [[ράβδος]] από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]], στερεωμένη κατακόρυφα στην [[κουπαστή]] βάρκας, στο ελεύθερο άνω [[άκρο]] της οποίας προσδένεται με [[τροπωτήρα]] το [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ψαριού Synodus saurus<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίκρανος]] [ή [[δικρανωτός]]] [[σκαλμός]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[σκαλμός]] του οποίου το άνω [[άκρο]], που εξέχει, καταλήγει σε [[διχάλα]] [[μέσα]] στην οποία στηρίζεται και περιστρέφεται το [[κουπί]] [[κατά]] την [[κωπηλασία]]<br />β) «σκαρμοί της πόστας»<br /><b>ναυτ.</b> οι σταμίνες πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκαλμὸς [[θρανίτης]]» — [[κάθισμα]] ερετών, κωπηλατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που αναφέρεται στην [[τεχνική]] κατασκευής τών κουπιών και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>skl</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[κόβω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σκάλλω]]) με κατάλ. -<i>μός</i>. Η λ. φαίνεται να συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που δηλώνουν, [[επίσης]], εργαλεία<br /><b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>skalm</i> «[[αιχμή]] δικράνου», ολλ. <i>schalm</i> «λεπτή [[σανίδα]]», αγγλ. <i>helm</i> «[[λαβή]] πηδαλίου». Ο νεοελλ. τ. [[σκαρμός]] με</i> ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>-].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α [[σκάλλω]]<br />το [[σκάλισμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ, και [[σκαρμός]], Ν<br /><b>ναυτ.</b> μικρή κυλινδρική [[ράβδος]] από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]], στερεωμένη κατακόρυφα στην [[κουπαστή]] βάρκας, στο ελεύθερο άνω [[άκρο]] της οποίας προσδένεται με [[τροπωτήρα]] το [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ψαριού Synodus saurus<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίκρανος]] [ή [[δικρανωτός]]] [[σκαλμός]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[σκαλμός]] του οποίου το άνω [[άκρο]], που εξέχει, καταλήγει σε [[διχάλα]] [[μέσα]] στην οποία στηρίζεται και περιστρέφεται το [[κουπί]] [[κατά]] την [[κωπηλασία]]<br />β) «σκαρμοί της πόστας»<br /><b>ναυτ.</b> οι σταμίνες πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκαλμὸς [[θρανίτης]]» — [[κάθισμα]] ερετών, κωπηλατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που αναφέρεται στην [[τεχνική]] κατασκευής τών κουπιών και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>skl</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[κόβω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σκάλλω]]) με κατάλ. -<i>μός</i>. Η λ. φαίνεται να συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που δηλώνουν, [[επίσης]], εργαλεία<br /><b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>skalm</i> «[[αιχμή]] δικράνου», ολλ. <i>schalm</i> «λεπτή [[σανίδα]]», αγγλ. <i>helm</i> «[[λαβή]] πηδαλίου». Ο νεοελλ. τ. [[σκαρμός]] με</i> ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>-].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α [[σκάλλω]]<br />το [[σκάλισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκαλμός:''' ὁ, ξύλινο [[καρφί]] ή [[μικρός]] [[πάσσαλος]] στον οποίο οι Έλληνες έδεναν το [[κουπί]] του πλοίου με έναν ιμάντα ([[τροπωτήρ]]), σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}