σιτώνης: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγοράζει [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου [[έργο]] ήταν η [[αγορά]] ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου [[καθώς]] και η μεταπώλησή τους [[κατά]] τρόπο ώστε να υπάρχει [[επάρκεια]] και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οιν</i>-<i>ώνης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγοράζει [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] δημόσιου υπαλλήλου σε πολλές ελληνικές πόλεις, του οποίου [[έργο]] ήταν η [[αγορά]] ποσοτήτων σιτηρών για λογαριασμό του δημοσίου [[καθώς]] και η μεταπώλησή τους [[κατά]] τρόπο ώστε να υπάρχει [[επάρκεια]] και να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε αυτό το [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οιν</i>-<i>ώνης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτώνης:''' -ου, ὁ ([[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει [[σιτηρά]], [[προμηθευτής]] σιτηρών, [[σιτιστής]], σε Δημ.
}}
}}