σπάραγμα: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σπαράσσω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπαράσσω]]<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] αποσπασμένο από [[κάπου]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εκδήλωση]] σπαραγμού<br /><b>αρχ.</b><br />[[λατύπη]].
|mltxt=το, ΝΑ [[σπαράσσω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπαράσσω]]<br /><b>2.</b> [[κομμάτι]] αποσπασμένο από [[κάπου]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[εκδήλωση]] σπαραγμού<br /><b>αρχ.</b><br />[[λατύπη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπάραγμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τμήμα]] που έχει αποσχισθεί, [[κομμάτι]], [[απόκομμα]], [[απόσπασμα]]· <i>ὅσων σπαράγματα</i>, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· [[σπάραγμα]] κόμας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σπαραγμός]], [[απόσχιση]], βίαιη [[απόσπαση]], [[θραύση]], στον ίδ.
}}
}}