τρίχινος: Difference between revisions

6
(42)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίχῐνος:''' -η, -ον ([[θρίξ]], τριχ-ός), φτιαγμένος από [[τρίχες]], σε Ξεν.
}}
}}