ὑπήνη: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπήνη]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] που στερεώνει τον πρόβολο του ιστιοφόρου [[πάνω]] από τον θαλασσομάχο, κν. [[μουστάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του προσώπου [[ανάμεσα]] στο [[επάνω]] [[χείλι]] και στη [[μύτη]], όπου φυτρώνει το [[μουστάκι]] («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ [[γένειον]] δασὺ ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> τα γένεια, η [[γενειάδα]] («τήν ὑπήνην ἄκουρον τρέφειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ουρανίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>ὑπ</i>-<i>ήνη</i> (για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. λ. <i>ἀπ</i>-<i>ήνη</i>, <i>γλ</i>-<i>ήνη</i>, <i>σαγ</i>-<i>ήνη</i>) [[είναι]] πιθ. δάνεια λ., η οποία συνδέθηκε παρετυμολογικώς με την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i>. Οι συνδέσεις της λ. με ένα αμάρτυρο προσηγορικό <i>ἦνος</i> / <i>ἆνος</i> με σημ. «[[πρόσωπο]]», το οποίο απαντά πιθ. ως β' συνθετικό στα επίθ. [[ἀπηνής]], [[πρηνής]], [[προσηνής]], [[σαφηνής]] (<b>βλ. λ.</b> [[πρηνής]]) ή με το ρωσ. <i>us</i> «[[μουστάκι]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, παρλλ. [[προς]] τον τ. [[ὑπήνη]] χρησιμοποιούνται στην Ελληνική οι τ. [[μύσταξ]], [[γένειον]] και [[πώγων]], οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημασιολογικές διαφορές [[μεταξύ]] τους].
|mltxt=η / [[ὑπήνη]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] που στερεώνει τον πρόβολο του ιστιοφόρου [[πάνω]] από τον θαλασσομάχο, κν. [[μουστάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του προσώπου [[ανάμεσα]] στο [[επάνω]] [[χείλι]] και στη [[μύτη]], όπου φυτρώνει το [[μουστάκι]] («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ [[γένειον]] δασὺ ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> τα γένεια, η [[γενειάδα]] («τήν ὑπήνην ἄκουρον τρέφειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ουρανίσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. <i>ὑπ</i>-<i>ήνη</i> (για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> και τις [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. λ. <i>ἀπ</i>-<i>ήνη</i>, <i>γλ</i>-<i>ήνη</i>, <i>σαγ</i>-<i>ήνη</i>) [[είναι]] πιθ. δάνεια λ., η οποία συνδέθηκε παρετυμολογικώς με την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i>. Οι συνδέσεις της λ. με ένα αμάρτυρο προσηγορικό <i>ἦνος</i> / <i>ἆνος</i> με σημ. «[[πρόσωπο]]», το οποίο απαντά πιθ. ως β' συνθετικό στα επίθ. [[ἀπηνής]], [[πρηνής]], [[προσηνής]], [[σαφηνής]] (<b>βλ. λ.</b> [[πρηνής]]) ή με το ρωσ. <i>us</i> «[[μουστάκι]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, παρλλ. [[προς]] τον τ. [[ὑπήνη]] χρησιμοποιούνται στην Ελληνική οι τ. [[μύσταξ]], [[γένειον]] και [[πώγων]], οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν σημασιολογικές διαφορές [[μεταξύ]] τους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπήνη:''' ἡ ([[ὑπό]]), οι [[τρίχες]] του [[κάτω]] μέρους του προσώπου, [[μούσι]], [[γενειάδα]], σε Αριστοφ.
}}
}}