ὑπερκάθημαι: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε ψηλότερο [[σημείο]] παρατηρώντας με [[προσοχή]] ή κατασκοπεύοντας κάποιον.
|mltxt=Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε ψηλότερο [[σημείο]] παρατηρώντας με [[προσοχή]] ή κατασκοπεύοντας κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκάθημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του <i>-[[έζομαι]]</i>, [[κάθομαι]] [[υπεράνω]] ή [[επάνω]] σε, [[ἐπί]] τινος, σε Ξεν.· μεταφ., [[κάθομαι]] πάνω από κάποιον και [[αγρυπνώ]], [[παρακολουθώ]], [[επιτηρώ]] κάποιον, <i>τινος</i>, στον ίδ.
}}
}}