ὑποσόλοικος: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[σόλοικος]]<br /><b>1.</b> λίγο [[σόλοικος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) λίγο [[αλλόκοτος]].
|mltxt=-ον, Α [[σόλοικος]]<br /><b>1.</b> λίγο [[σόλοικος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) λίγο [[αλλόκοτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσόλοικος:''' -ον, [[ένοχος]] ελαφρού σολοικισμού, γλωσσικού λάθους, σε Κικ.
}}
}}