χόρτος: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />αυτοφυές [[χόρτο]], χρησιμοποιούμενο [[ιδίως]] για [[ζωοτροφή]] (α. «ὁ ἐξανατέλλων [[χόρτον]] τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ<br />β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ [[χόρτον]] τοῑσι ὑποζυγίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα, [[περιβόλι]] όπου βόσκουν ζώα<br /><b>2.</b> (ειδικά) το [[μέρος]] της αυλής αγροτικής κατοικίας στο οποίο φυλάσσονται τα βόδια («αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ [[κόπρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> βοσκότοπος, [[λιβάδι]]<br /><b>4.</b> (στην [[ποίηση]]) [[κάθε]] είδους [[τροφή]] («Μοῡσαι... [[χόρτον]] ἐμῇ συνεχῶς δότε γαστέρι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χόρτος]] οὐρανοῡ» — το [[στερέωμα]] του ουρανού (<b>Ησίοδ.</b>)<br />β) «χόρτοι λέοντος»<br /><b>μυθ.</b> το περιβαλλόμενο από δάση [[μέρος]] όπου ζούσε ο [[λέων]] της Νεμέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χόρτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ĝhor</i>-<i>to</i>-<i>s</i>) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ĝher</i>- «[[πιάνω]], [[κρατώ]], [[περιβάλλω]]», με [[επίθημα]] -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> [[φέρω]]: <i>φόρ</i>-<i>τος</i>), και συνδέεται με τα: λατ. <i>hortus</i> «[[κήπος]]», οσκικό <i>hurz</i> «[[άλσος]]» (<b>πρβλ.</b> αιτ. <i>hurtum</i>), αρχ. ιρλδ. <i>gort</i>, αρχ. γαλλ. <i>gort</i> «[[φράκτης]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>gor</i>-<i>to</i>-), [[καθώς]] και με το χεττιτ. <i>gurtaš</i> «ακρόπολις», [[παρά]] τον διαφορετικό φωνηεντισμό του. Εξάλλου, σε μια παρλλ. [[μορφή]] της ρίζας με [[επίθημα]] -<i>dho</i>-, ανάγονται και άλλοι συγγενείς τ.: ρωσ. <i>gorod</i> «[[πόλη]]», αρχ. ινδ. <i>grha</i>- «[[σπίτι]]», γοτθ. <i>gards</i> «[[σπίτι]], [[αυλή]]» (<b>πρβλ.</b> και τα νεώτ. με σημ. «[[κήπος]]» γαλλ. <i>jardin</i>, ισπ. <i>jardin</i>, γερμ. <i>Garten</i>, αγγλ. <i>garden</i> και <i>yard</i> «[[αυλή]]»). Προβληματική, [[ωστόσο]], φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. λιθουαν. <i>žardas</i> «στεγνωτήριο», <i>žardis</i> «περιφραγμένος βοσκότοπος», ρωσ. <i>zorod</i> «[[μύλος]]», οι οποίοι εμφανίζουν δυσερμήνευτο ουρανικό αρκτικό -<i>χ</i>- [[αντί]] για υπερωικό που έχουν οι υπόλοιποι τ. της ίδιας οικογένειας, [[αφού]] και το ουρανικό <i>h</i>- του αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρω]]» ερμηνεύεται πιθ. ως αναλογικός [[σχηματισμός]]. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[σύνδεση]] τών τοπωνυμίων <i>Γόρδιον</i>, <i>Γόρτυς</i> με την [[οικογένεια]] του [[χόρτος]]. Σημασιολογικά, η λ. [[χόρτος]], με αρχική σημ. «[[λιβάδι]], [[περιβόλι]], βοσκότοπος» και [[κυρίως]] «[[άχυρο]], [[χορτάρι]]», χρησιμοποιήθηκε, από την ελληνιστική [[εποχή]] και [[έπειτα]], μεταφορικά για να δηλώσει την [[τροφή]] τών ζώων και, στη [[συνέχεια]], και τών ανθρώπων. Χαρακτηριστικότερη [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρ. [[χορτάζω]] «[[τρέφω]], [[ταΐζω]]», με μειωτική σημ. «[[παραγεμίζω]], [[μπουκώνω]]» και, [[τέλος]], «[[τρέφω]] (ανθρώπους)», από όπου και η σημ. του νεοελλ. [[χορταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χορτάρι]](<i>ον</i>), [[χόρτινος]], [[χορτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορτάζω]], [[χορταίος]], [[χορτικός]], [[χορτίον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χορτοβολών]](<i>ας</i>), [[χορτοκόπος]], [[χορτολόγος]], [[χορτομανώ]], [[χορτονομή]], [[χορτοπώλης]], [[χορτοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορτηγός]], [[χορτοθήκη]], [[χορτοσπορώ]], [[χορτοτόμος]], <i>χορτοφυλαξ</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χορτοπράτης]], [[χορτόστρωμα]], [[χορτοφόρος]], [[χορτοχώριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χορταγωγία]], [[χορτογενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορταποθήκη]], [[χορτοβριθής]], [[χορτοθεριστικός]], <i>χορτοκαλυβα</i>, [[χορτόπιτα]], [[χορτόπλεκτος]], [[χορτόσουπα]], [[χορτόφυτος]]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />αυτοφυές [[χόρτο]], χρησιμοποιούμενο [[ιδίως]] για [[ζωοτροφή]] (α. «ὁ ἐξανατέλλων [[χόρτον]] τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ<br />β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ [[χόρτον]] τοῑσι ὑποζυγίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα, [[περιβόλι]] όπου βόσκουν ζώα<br /><b>2.</b> (ειδικά) το [[μέρος]] της αυλής αγροτικής κατοικίας στο οποίο φυλάσσονται τα βόδια («αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ [[κόπρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> βοσκότοπος, [[λιβάδι]]<br /><b>4.</b> (στην [[ποίηση]]) [[κάθε]] είδους [[τροφή]] («Μοῡσαι... [[χόρτον]] ἐμῇ συνεχῶς δότε γαστέρι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χόρτος]] οὐρανοῡ» — το [[στερέωμα]] του ουρανού (<b>Ησίοδ.</b>)<br />β) «χόρτοι λέοντος»<br /><b>μυθ.</b> το περιβαλλόμενο από δάση [[μέρος]] όπου ζούσε ο [[λέων]] της Νεμέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χόρτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ĝhor</i>-<i>to</i>-<i>s</i>) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ĝher</i>- «[[πιάνω]], [[κρατώ]], [[περιβάλλω]]», με [[επίθημα]] -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> [[φέρω]]: <i>φόρ</i>-<i>τος</i>), και συνδέεται με τα: λατ. <i>hortus</i> «[[κήπος]]», οσκικό <i>hurz</i> «[[άλσος]]» (<b>πρβλ.</b> αιτ. <i>hurtum</i>), αρχ. ιρλδ. <i>gort</i>, αρχ. γαλλ. <i>gort</i> «[[φράκτης]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>gor</i>-<i>to</i>-), [[καθώς]] και με το χεττιτ. <i>gurtaš</i> «ακρόπολις», [[παρά]] τον διαφορετικό φωνηεντισμό του. Εξάλλου, σε μια παρλλ. [[μορφή]] της ρίζας με [[επίθημα]] -<i>dho</i>-, ανάγονται και άλλοι συγγενείς τ.: ρωσ. <i>gorod</i> «[[πόλη]]», αρχ. ινδ. <i>grha</i>- «[[σπίτι]]», γοτθ. <i>gards</i> «[[σπίτι]], [[αυλή]]» (<b>πρβλ.</b> και τα νεώτ. με σημ. «[[κήπος]]» γαλλ. <i>jardin</i>, ισπ. <i>jardin</i>, γερμ. <i>Garten</i>, αγγλ. <i>garden</i> και <i>yard</i> «[[αυλή]]»). Προβληματική, [[ωστόσο]], φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ. λιθουαν. <i>žardas</i> «στεγνωτήριο», <i>žardis</i> «περιφραγμένος βοσκότοπος», ρωσ. <i>zorod</i> «[[μύλος]]», οι οποίοι εμφανίζουν δυσερμήνευτο ουρανικό αρκτικό -<i>χ</i>- [[αντί]] για υπερωικό που έχουν οι υπόλοιποι τ. της ίδιας οικογένειας, [[αφού]] και το ουρανικό <i>h</i>- του αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρω]]» ερμηνεύεται πιθ. ως αναλογικός [[σχηματισμός]]. Ανεπιβεβαίωτη, [[τέλος]], παραμένει η [[σύνδεση]] τών τοπωνυμίων <i>Γόρδιον</i>, <i>Γόρτυς</i> με την [[οικογένεια]] του [[χόρτος]]. Σημασιολογικά, η λ. [[χόρτος]], με αρχική σημ. «[[λιβάδι]], [[περιβόλι]], βοσκότοπος» και [[κυρίως]] «[[άχυρο]], [[χορτάρι]]», χρησιμοποιήθηκε, από την ελληνιστική [[εποχή]] και [[έπειτα]], μεταφορικά για να δηλώσει την [[τροφή]] τών ζώων και, στη [[συνέχεια]], και τών ανθρώπων. Χαρακτηριστικότερη [[είναι]] η σημασιολογική [[εξέλιξη]] του ρ. [[χορτάζω]] «[[τρέφω]], [[ταΐζω]]», με μειωτική σημ. «[[παραγεμίζω]], [[μπουκώνω]]» και, [[τέλος]], «[[τρέφω]] (ανθρώπους)», από όπου και η σημ. του νεοελλ. [[χορταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χορτάρι]](<i>ον</i>), [[χόρτινος]], [[χορτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορτάζω]], [[χορταίος]], [[χορτικός]], [[χορτίον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[χορτοβολών]](<i>ας</i>), [[χορτοκόπος]], [[χορτολόγος]], [[χορτομανώ]], [[χορτονομή]], [[χορτοπώλης]], [[χορτοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορτηγός]], [[χορτοθήκη]], [[χορτοσπορώ]], [[χορτοτόμος]], <i>χορτοφυλαξ</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[χορτοπράτης]], [[χορτόστρωμα]], [[χορτοφόρος]], [[χορτοχώριον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χορταγωγία]], [[χορτογενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορταποθήκη]], [[χορτοβριθής]], [[χορτοθεριστικός]], <i>χορτοκαλυβα</i>, [[χορτόπιτα]], [[χορτόπλεκτος]], [[χορτόσουπα]], [[χορτόφυτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χόρτος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> κλειστό [[μέρος]], [[τόπος]] περιφραγμένος [[τόπος]] βοσκής, <i>αὐλῆς ἐν χόρτοισι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κάθε]] [[τόπος]] όπου εκτρέφονται ζώα, σε πληθ., <i>χόρτοι λέοντος</i>, σε Πίνδ.· [[χόρτος]] εὔδενδροι, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τροφή]], [[σανός]], [[ζωοτροφή]], [[ιδίως]], λέγεται για βοοειδή, σε Ησίοδ. κ.λπ.· [[χορτάρι]], σε Καινή Διαθήκη· [[χόρτος]] [[κοῦφος]], [[άχυρο]], σε Ξεν.· αντίθ. προς το [[σῖτος]] ([[τροφή]] για τον άνθρωπο), σε Ηρόδ., Ξεν.· [[φαγητό]], γενικά, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}