ψακάς: Difference between revisions

1,258 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. και μτγν. τ. [[ψεκάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από [[λειοτρίβηση]], [[κόκκος]]<br /><b>2.</b> (για υγρά) μικρή [[σταγόνα]]<br /><b>3.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) [[ψιλή]] [[βροχή]], [[ψιχάλα]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[βροχή]]<br /><b>5.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου από τον οποίο ξεφεύγουν σταγόνες σάλιου [[κατά]] την [[ομιλία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φοίνισσα]] [[ψακάς]]»<br /><b>μτφ.</b> [[βροχή]] αίματος (<b>Σιμων.</b>)<br />β) «Βρομίου ψακάδεσσι»<br /><b>μτφ.</b> σταγόνες κρασιού <b>(Κριτί.)</b><br />γ) «ἀργυρίου [[μηδὲ]] [[ψακάς]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ούτε]] [[δεκάρα]] [[τσακιστή]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) «ψάμμου [[ψεκάς]]» — [[κόκκος]] άμμου (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. <i>ψᾰ</i>-<i>κ</i>-<i>άς</i> ανάγεται στην συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i>, <i>ψῆν</i> / <i>ψάω</i> «[[τρίβω]]», ενώ το -<i>κ</i>- του τ. [[είναι]] δευτερογενές, πιθ. [[κατά]] το [[εἰκάς]] «η εικοστή [[μέρα]] του [[μήνα]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναλυθεί σε <i>ψ</i>-<i>ακ</i>-<i>άς</i>, με [[ένθημα]] -<i>ακ</i>-, και να συνδεθεί με το λιθουαν. <i>sp</i><i>ā</i><i>kas</i> «[[σταγόνα]]». Η λ. <i>ψακ</i>-<i>άς</i>, -[[άδος]] έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>άς</i>, ενώ η λ. <i>ψάκ</i>-<i>αλον</i> της ίδιας οικογένειας με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>αλ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰκμ</i>-<i>άς</i>, -[[άδος]]: <i>ἰκμ</i>-<i>αλ</i>-<i>έος</i>, <i>ῥωγ</i>-<i>άς</i>: <i>ῥωγ</i>-<i>αλ</i>-<i>έος</i>). Ο ιων. / [[ελληνιστικός]], [[τέλος]], τ. [[ψεκάς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψεκάζω]]) έχει προέλθει με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>α</i>- σε -<i>ε</i>-].
|mltxt=και ιων. και μτγν. τ. [[ψεκάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από [[λειοτρίβηση]], [[κόκκος]]<br /><b>2.</b> (για υγρά) μικρή [[σταγόνα]]<br /><b>3.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) [[ψιλή]] [[βροχή]], [[ψιχάλα]]<br /><b>4.</b> (γενικά) [[βροχή]]<br /><b>5.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου από τον οποίο ξεφεύγουν σταγόνες σάλιου [[κατά]] την [[ομιλία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φοίνισσα]] [[ψακάς]]»<br /><b>μτφ.</b> [[βροχή]] αίματος (<b>Σιμων.</b>)<br />β) «Βρομίου ψακάδεσσι»<br /><b>μτφ.</b> σταγόνες κρασιού <b>(Κριτί.)</b><br />γ) «ἀργυρίου [[μηδὲ]] [[ψακάς]]»<br /><b>μτφ.</b> [[ούτε]] [[δεκάρα]] [[τσακιστή]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) «ψάμμου [[ψεκάς]]» — [[κόκκος]] άμμου (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. <i>ψᾰ</i>-<i>κ</i>-<i>άς</i> ανάγεται στην συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i>, <i>ψῆν</i> / <i>ψάω</i> «[[τρίβω]]», ενώ το -<i>κ</i>- του τ. [[είναι]] δευτερογενές, πιθ. [[κατά]] το [[εἰκάς]] «η εικοστή [[μέρα]] του [[μήνα]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[πρέπει]] να αναλυθεί σε <i>ψ</i>-<i>ακ</i>-<i>άς</i>, με [[ένθημα]] -<i>ακ</i>-, και να συνδεθεί με το λιθουαν. <i>sp</i><i>ā</i><i>kas</i> «[[σταγόνα]]». Η λ. <i>ψακ</i>-<i>άς</i>, -[[άδος]] έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>άς</i>, ενώ η λ. <i>ψάκ</i>-<i>αλον</i> της ίδιας οικογένειας με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>αλ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰκμ</i>-<i>άς</i>, -[[άδος]]: <i>ἰκμ</i>-<i>αλ</i>-<i>έος</i>, <i>ῥωγ</i>-<i>άς</i>: <i>ῥωγ</i>-<i>αλ</i>-<i>έος</i>). Ο ιων. / [[ελληνιστικός]], [[τέλος]], τ. [[ψεκάς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψεκάζω]]) έχει προέλθει με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>α</i>- σε -<i>ε</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψᾰκάς:''' [[έπειτα]] [[ψεκάς]], -[[άδος]], ἡ ([[ψάω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κάθε]] μικρό [[κομμάτι]] που αποχωρίζεται [[διά]] της τριβής, [[κόκκος]], [[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[ψίχουλο]]· ἀργυρίου [[μηδὲ]] [[ψακάς]], δηλ. [[ούτε]] [[κόκκος]] αργυρίου, σε Αριστοφ.· ως περιληπτικό, ψάμμου [[ψεκάς]], [[κόκκος]] άμμου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μικρή [[σταγόνα]] βροχής· και ως περιληπτικό, [[ψιχάλα]], [[ψιλή]] [[βροχή]]· ὕσθησαν αἱ [[Θῆβαι]] ψακάδι, σε Ηρόδ.· <i>ψακὰς δὲ λήγει</i>, οι σταγόνες σταματούν, δηλ. έρχεται [[καταιγίδα]], σε Αισχύλ.· γενικά, [[βροχή]], σε Ευρ.· <i>ψακάδι φοινίας δρόσου</i>, με [[ράντισμα]] από ματωμένη [[δροσιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> κωμικό όνομα γι' αυτόν που του φεύγει το [[σάλιο]] ενώ μιλάει, σε Αριστοφ.
}}
}}