3,273,006
edits
(44) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλοιπο]], [[περίσσευμα]], σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, αποδεικνύομαι [[λίγος]], δεν είμαι [[αρκετός]], ὑπολείψει [[ὑμᾶς]] ἡ [[μισθοφορά]], σε Λυσ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με Μέσ. μέλ. [[υπολείπομαι]], [[μένω]] [[πίσω]], σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[παραμένω]] σε ισχύ, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[μένω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., <i>ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου</i>, [[μένω]] [[πίσω]] στην [[εκστρατεία]], δηλ. δεν [[παίρνω]] [[μέρος]], δεν [[συμμετέχω]] σ' αυτήν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[μένω]] [[πίσω]] σ' έναν αγώνα δρόμου, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιώτες που βραδυπορούν στην [[πορεία]] ενός στρατεύματος, [[αργοπορώ]], [[καθυστερώ]], [[χρονοτριβώ]], [[βραδυπορώ]], σε Ξεν.· [[ὑπολείπω]] μικρὸν τοῦ στόματος, [[μένω]] λίγο πιο [[πίσω]] από τη [[γραμμή]] του μετώπου, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> μεταφ., είμαι [[κατώτερος]] από κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">6.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]], [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]], σε Σοφ.·[[ὁπόταν]]..νὺξ ὑπολειφθῇ, όταν η [[νύχτα]] φύγει, σε Αριστ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, σε Ηρόδ.· <i>ὑπολείπεσθαι αἰτίαν</i>, [[αφήνω]] [[αιτία]] κατηγορίας [[πίσω]] [[εναντίον]] μου με το να [[νομίζω]] ότι, σε Θουκ. | |||
}} | }} |