χωλαίνω: Difference between revisions

6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χωλός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] [[χωλότητα]] σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον [[κουτσό]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[κουτσός]]<br />β) [[κουτσαίνω]], δεν [[μπορώ]] να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν [[υπόδημα]], χωλαίνων και πατών επί [[ακανθών]]», Παπαδ.<br />β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.<br />γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καρκινοβατώ]], [[βραδυπορώ]], δεν [[λειτουργώ]] κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).
|mltxt=ΝΜΑ [[χωλός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] [[χωλότητα]] σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον [[κουτσό]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[κουτσός]]<br />β) [[κουτσαίνω]], δεν [[μπορώ]] να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν [[υπόδημα]], χωλαίνων και πατών επί [[ακανθών]]», Παπαδ.<br />β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ.<br />γ. «καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καρκινοβατώ]], [[βραδυπορώ]], δεν [[λειτουργώ]] κανονικά («χωλαίνουν οι δημόσιες υπηρεσίες»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χωλαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[χωλός]]), είμαι ή καθίσταμαι [[χωλός]], [[κουτσός]], σε Πλάτ.
}}
}}