ἄριστον: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄριστον:''' [ᾰ] Επικ., ᾱ Αττ.], τό, [[πρόγευμα]], πρωϊνό, κατά την [[ανατολή]] του ηλίου, σε Όμηρ., Ηρόδ.· <i>ἄριστα</i>, <i>δεῖπνα</i>, <i>δάρπα θ' αἱρεῖσθαι [[τρίτον]]</i>, σε Αισχύλ.· μεταγεν., το [[ἄριστον]] ήταν το μεσημεριανό [[φαγητό]], το Ρωμ. [[prandium]], σε Θουκ. (πιθ. συγγενές προς το [[ἦρι]], [[νωρίς]]).
|lsmtext='''ἄριστον:''' [ᾰ] Επικ., ᾱ Αττ.], τό, [[πρόγευμα]], πρωϊνό, κατά την [[ανατολή]] του ηλίου, σε Όμηρ., Ηρόδ.· <i>ἄριστα</i>, <i>δεῖπνα</i>, <i>δάρπα θ' αἱρεῖσθαι [[τρίτον]]</i>, σε Αισχύλ.· μεταγεν., το [[ἄριστον]] ήταν το μεσημεριανό [[φαγητό]], το Ρωμ. [[prandium]], σε Θουκ. (πιθ. συγγενές προς το [[ἦρι]], [[νωρίς]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄριστον:''' <b class="num">I</b> (ᾰ) n к [[ἄριστος]].<br /><b class="num">II</b> τό (ᾱ - эп. ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> ранняя трапеза, утренний завтрак Hom., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> полуденная трапеза, дневной завтрак Her., Thuc., Arph., Arst.
}}
}}