ἀγαθοποιέω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαθοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] καλό, σε Καινή Διαθήκη· [[ἀγαθοποιέω]] τινά, κάνω καλό σε κάποιον, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράττω]] σωστά, [[λειτουργώ]] με [[ορθό]] τρόπο, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀγαθοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] καλό, σε Καινή Διαθήκη· [[ἀγαθοποιέω]] τινά, κάνω καλό σε κάποιον, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράττω]] σωστά, [[λειτουργώ]] με [[ορθό]] τρόπο, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγαθοποιέω:''' <b class="num">1)</b> творить добро, хорошо поступать Sext.;<br /><b class="num">2)</b> благодетельствовать (τινα NT).
}}
}}