ἀναβιώσκομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβιώσκομαι:''' ως Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἀναβιόω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως αποθ. του [[ἀναβιόω]], [[επαναφέρω]] στην [[ζωή]], στον ίδ.· αόρ. αʹ <i>ἀνεβιωσάμην</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀναβιώσκομαι:''' ως Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> = [[ἀναβιόω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως αποθ. του [[ἀναβιόω]], [[επαναφέρω]] στην [[ζωή]], στον ίδ.· αόρ. αʹ <i>ἀνεβιωσάμην</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβιώσκομαι:''' <b class="num">1)</b> med. (aor. ἀνεβιωσάμην) оживлять, воскрешать Plat.;<br /><b class="num">2)</b> pass. оживать, воскресать Plat.
}}
}}