μαλακαίπους: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰλᾰκαίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί [[μαλακόπους]], αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό [[περπάτημα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μᾰλᾰκαίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί [[μαλακόπους]], αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό [[περπάτημα]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαλακαίπους:''' 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v. l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).
}}
}}