ἀποινόδικος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποινόδῐκος:''' -ον, αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀποινόδῐκος:''' -ον, αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποινόδῐκος:''' несущий возмездие, карающий (δίκαι Eur.).
}}
}}