φιάλλω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐάλλω:''' μέλ. <i>φιᾰλῶ</i>, [[αναλαμβάνω]], [[αρχίζω]] να κάνω ένα [[πράγμα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''φῐάλλω:''' μέλ. <i>φιᾰλῶ</i>, [[αναλαμβάνω]], [[αρχίζω]] να κάνω ένα [[πράγμα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''φιάλλω:''' (только fut. φιᾰλῶ) приступать, приниматься: οὐκ ἀποδώσεις οὐδὲ [[φιαλεῖς]] Arph. ты не уплатишь долга, да и не попытаешься; ὕπεχε τὴν φιάλην, [[ὅπως]] ἔργῳ φιαλοῦμεν Arph. протяни чашу (для возлияний), и приступим к делу.
}}
}}