εὐμήχανος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμήχᾰνος:''' Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ικανός]] στην [[επινόηση]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, [[ευφυής]], δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''εὐμήχᾰνος:''' Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ικανός]] στην [[επινόηση]], [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, [[ευφυής]], δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμήχᾰνος:''' <b class="num">1)</b> искусный, умелый, изобретательный (sc. [[Εὐμενίδες]] Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.): εὐ. λόγου Plat. искусно говорящий; εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. умеющий находить средства к жизни;<br /><b class="num">2)</b> искусно придуманный, остроумный (ἐπίνοιαι Plat.): τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. находить остроумные выходы из затруднительных положений.
}}
}}