ῥοθέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥοθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ῥόθος]]), κάνω άγριο θόρυβο, [[σπάζω]], συντρίβομαι, [[παφλάζω]], [[κτυπώ]], λέγεται για τα κύματα ή για την [[κίνηση]] των κουπιών, για την [[κωπηλασία]]· απ' όπου, λέγεται για [[κάθε]] συγκεχυμένο θόρυβο, [[ταῦτα]] ἐρρόθουν [[ἐμοί]], τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· <i>λόγοι ἐρρόθουν κακοί</i>, υπήρξε [[θόρυβος]] οργισμένων λόγων, στον ίδ.
|lsmtext='''ῥοθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ῥόθος]]), κάνω άγριο θόρυβο, [[σπάζω]], συντρίβομαι, [[παφλάζω]], [[κτυπώ]], λέγεται για τα κύματα ή για την [[κίνηση]] των κουπιών, για την [[κωπηλασία]]· απ' όπου, λέγεται για [[κάθε]] συγκεχυμένο θόρυβο, [[ταῦτα]] ἐρρόθουν [[ἐμοί]], τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· <i>λόγοι ἐρρόθουν κακοί</i>, υπήρξε [[θόρυβος]] οργισμένων λόγων, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥοθέω:''' шуметь, бушевать: ῥοθῶν [[κρίβανος]] Aesch. шумящая (от огня) печь; λόγοι ἐρρόθουν κακοί Soph. послышались злобные речи; ῥ. τινι Soph. роптать на кого-л.
}}
}}