3,274,831
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥοθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ῥόθος]]), κάνω άγριο θόρυβο, [[σπάζω]], συντρίβομαι, [[παφλάζω]], [[κτυπώ]], λέγεται για τα κύματα ή για την [[κίνηση]] των κουπιών, για την [[κωπηλασία]]· απ' όπου, λέγεται για [[κάθε]] συγκεχυμένο θόρυβο, [[ταῦτα]] ἐρρόθουν [[ἐμοί]], τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· <i>λόγοι ἐρρόθουν κακοί</i>, υπήρξε [[θόρυβος]] οργισμένων λόγων, στον ίδ. | |lsmtext='''ῥοθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ῥόθος]]), κάνω άγριο θόρυβο, [[σπάζω]], συντρίβομαι, [[παφλάζω]], [[κτυπώ]], λέγεται για τα κύματα ή για την [[κίνηση]] των κουπιών, για την [[κωπηλασία]]· απ' όπου, λέγεται για [[κάθε]] συγκεχυμένο θόρυβο, [[ταῦτα]] ἐρρόθουν [[ἐμοί]], τέτοιες κραυγές, αποδοκιμασίες, φλυαρίες «σήκωσαν» [[εναντίον]] μου, σε Σοφ.· <i>λόγοι ἐρρόθουν κακοί</i>, υπήρξε [[θόρυβος]] οργισμένων λόγων, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥοθέω:''' шуметь, бушевать: ῥοθῶν [[κρίβανος]] Aesch. шумящая (от огня) печь; λόγοι ἐρρόθουν κακοί Soph. послышались злобные речи; ῥ. τινι Soph. роптать на кого-л. | |||
}} | }} |