δυσδιερεύνητος: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσδιερεύνητος:''' -ον ([[διερευνάω]]), αυτός που είναι [[δύσκολος]] να ερευνηθεί, σε Πλάτ. | |lsmtext='''δυσδιερεύνητος:''' -ον ([[διερευνάω]]), αυτός που είναι [[δύσκολος]] να ερευνηθεί, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσδιερεύνητος:''' трудный для исследования ([[τόπος]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
•fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.
Greek Monolingual
δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.
Greek Monotonic
δυσδιερεύνητος: -ον (διερευνάω), αυτός που είναι δύσκολος να ερευνηθεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιερεύνητος: трудный для исследования (τόπος Plat.).