δυσδιερεύνητος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσδιερεύνητος:''' -ον ([[διερευνάω]]), αυτός που είναι [[δύσκολος]] να ερευνηθεί, σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσδιερεύνητος:''' -ον ([[διερευνάω]]), αυτός που είναι [[δύσκολος]] να ερευνηθεί, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιερεύνητος:''' трудный для исследования ([[τόπος]] Plat.).
}}
}}