ὑπεκκλίνω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκκλίνω:''' [ῑ], <i>-εκκλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], γέρνω στο πλάι, [[δραπετεύω]], [[διαφεύγω]], σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, [[αποφεύγω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑπεκκλίνω:''' [ῑ], <i>-εκκλῐνῶ</i>, [[κλίνω]], γέρνω στο πλάι, [[δραπετεύω]], [[διαφεύγω]], σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, [[αποφεύγω]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκκλίνω:''' (ῑ) отклоняться, увертываться Arph.: ὑ. τὴν ἐπιφορὰν πρὸς τοὺς λόφους Plut. отходить под натиском (противника) к холмам.
}}
}}