νευρολάλος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νευρολάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χορδές, τεντωμένα [[νεύρα]] που παράγουν ήχο, σε Ανθ.
|lsmtext='''νευρολάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χορδές, τεντωμένα [[νεύρα]] που παράγουν ήχο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νευρολάλος:''' (ᾰ) с говорящими волокнами, т. е. певучий ([[χορδή]] Anth.).
}}
}}