μετεωρίζω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεωρίζω:''' ([[μετέωρος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]] σε μεγάλο ύψος, [[υψώνω]], σε Θουκ.·<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>δελφῖνας μετεωρίζου</i>, ανασήκωσε τα δελφίνια [[σου]] (βλ. [[δελφίς]] II), σε Αριστοφ. — Παθ., υψώνομαι, [[πλέω]] στους αιθέρες, Λατ. suspendi, στον ίδ. κ.λπ. λέγεται για πλοία, ανοίγομαι στο [[πέλαγος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ξεσηκώνω]], [[αναπτερώνω]] κάποιον με ψεύτικες ελπίδες, σε Δημ. — Παθ., είμαι ξεσηκωμένος, ενθουσιασμένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μετεωρίζω:''' ([[μετέωρος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανυψώνω]] σε μεγάλο ύψος, [[υψώνω]], σε Θουκ.·<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>δελφῖνας μετεωρίζου</i>, ανασήκωσε τα δελφίνια [[σου]] (βλ. [[δελφίς]] II), σε Αριστοφ. — Παθ., υψώνομαι, [[πλέω]] στους αιθέρες, Λατ. suspendi, στον ίδ. κ.λπ. λέγεται για πλοία, ανοίγομαι στο [[πέλαγος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ξεσηκώνω]], [[αναπτερώνω]] κάποιον με ψεύτικες ελπίδες, σε Δημ. — Παθ., είμαι ξεσηκωμένος, ενθουσιασμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωρίζω:''' <b class="num">1)</b> (тж. [[ἄνω]] μ. Plat.) поднимать (τὰ σκέλη Xen.; τινὰ τῷ νώτῳ Arst.; τὸ [[δόρυ]] [[ὑπὲρ]] κεφαλῆς Plut.; [[ἄνεμος]] μετεωρισθείς Arph.; μετεωριζόμενος ἢ καπνὸς ἢ [[κονιορτός]] Xen.); pass. подниматься, выплывать (ἐν τῷ πελάγει Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> (по)выше возводить, строить (τὸ [[ἔρυμα]] Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> побуждать к восстанию (πολλοὺς τῶν ἡγεμόνων Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> возбуждать, воодушевлять, ободрять (τινά Dem.);<br /><b class="num">5)</b> наполнять гордостью (μετεωρισθεὶς ἐπί τινι или [[ὑπό]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> med.-pass. беспокоиться, тревожиться (μὴ μετεωρίζεσθε NT).
}}
}}