διαρροιζέω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρροιζέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφυρίζω]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''διαρροιζέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφυρίζω]] [[ανάμεσα]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρροιζέω:''' проноситься со свистом: ἐς πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν ([[ἰός]]) Soph. стрела со свистом прошла через грудь в легкое.
}}
}}