οἰκονομέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκονόμος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχειρίζομαι]] σαν [[επιστάτης]], [[διοικώ]], [[διευθετώ]], [[ρυθμίζω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για ποιητή, [[πραγματεύομαι]], [[χειρίζομαι]] ένα [[θέμα]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[επιστάτης]], [[οικονόμος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''οἰκονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκονόμος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχειρίζομαι]] σαν [[επιστάτης]], [[διοικώ]], [[διευθετώ]], [[ρυθμίζω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για ποιητή, [[πραγματεύομαι]], [[χειρίζομαι]] ένα [[θέμα]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[επιστάτης]], [[οικονόμος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκονομέω:''' <b class="num">1)</b> заведовать, управлять (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;<br /><b class="num">2)</b> полит. править, руководить ([[πολιτεία]] [[ὑπό]] τινος οἰκονομουμένη Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о художнике) обрабатывать (τὴν ὕλην Luc.).
}}
}}