προφράζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προλέγω]], σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>προπεφραδμένα ἆθλα</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''προφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[προλέγω]], σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. παρακ. <i>προπεφραδμένα ἆθλα</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προφράζω:''' заранее объявлять (προπεφραδμένα ἆθλα Hes.): εἰ [[φοβερόν]] τι ἑωρῶμεν (v. l. ὡρέομεν), [[πᾶν]] ἄν σοι προεφράζομεν Her. если бы мы заметили что-л. опасное, мы обо всем тебя предупредили бы.
}}
}}