ὑφίζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφίζω:''' [[κατακάθομαι]], [[ζαρώνω]], μαζεύομαι, κουλουριάζομαι, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑφίζω:''' [[κατακάθομαι]], [[ζαρώνω]], μαζεύομαι, κουλουριάζομαι, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφίζω:''' Eur. = [[ὑφιζάνω]].
}}
}}