ἀποκοιμάομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκοιμάομαι:''' Παθ. με Μέσ. μέλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[κοιμάμαι]] [[εκτός]] ή [[μακριά]] από το [[σπίτι]] μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκοιμιέμαι]] για λίγο, [[παίρνω]] έναν υπνάκο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποκοιμάομαι:''' Παθ. με Μέσ. μέλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[κοιμάμαι]] [[εκτός]] ή [[μακριά]] από το [[σπίτι]] μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκοιμιέμαι]] για λίγο, [[παίρνω]] έναν υπνάκο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκοιμάομαι:''' <b class="num">1)</b> подкрепляться сном, дремать Xen., Arph., Polyb., Plut.; οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες Her. не сомкнув глаз;<br /><b class="num">2)</b> спать вне дома Plat., Plut.
}}
}}