ἐλάχιστος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλάχιστος:''' [ᾰ], -η, -ον, υπερθ. του [[ἐλαχύς]], συγκρ. [[ἐλάσσων]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο πιο [[μικρός]], μικρότατος, <i>οὐκἐλ</i>., σε Ύμν. Ομηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐλαχίστου λόγου</i>, ελάχιστης σημασίας, στον ίδ.· <i>περὶ ἐλάχιστου ποιεῖσθαι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύτατος]], συντομότατος, <i>δι' ἐλαχίστου</i> (ενν. <i>χρόνου</i>), σε Θουκ.· δι' ἐλαχίστης [[βουλῆς]], με [[πολύ]] λίγη [[σκέψη]] ή [[μελέτη]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για αριθμό, [[πολύ]] [[λίγος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ ἐλάχιστον</i>, [[τοὐλάχιστον]], [[τουλάχιστον]], το λιγότερο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης <i>ἐλάχιστα</i>, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> υπάρχει επίσης [[ένας]] [[νέος]] συγκρ. <i>ἐλαχιστότερος</i>, [[μικρότερος]] από τον ελάχιστο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐλάχιστος:''' [ᾰ], -η, -ον, υπερθ. του [[ἐλαχύς]], συγκρ. [[ἐλάσσων]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ο πιο [[μικρός]], μικρότατος, <i>οὐκἐλ</i>., σε Ύμν. Ομηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἐλαχίστου λόγου</i>, ελάχιστης σημασίας, στον ίδ.· <i>περὶ ἐλάχιστου ποιεῖσθαι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, [[βραχύτατος]], συντομότατος, <i>δι' ἐλαχίστου</i> (ενν. <i>χρόνου</i>), σε Θουκ.· δι' ἐλαχίστης [[βουλῆς]], με [[πολύ]] λίγη [[σκέψη]] ή [[μελέτη]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για αριθμό, [[πολύ]] [[λίγος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ ἐλάχιστον</i>, [[τοὐλάχιστον]], [[τουλάχιστον]], το λιγότερο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης <i>ἐλάχιστα</i>, σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> υπάρχει επίσης [[ένας]] [[νέος]] συγκρ. <i>ἐλαχιστότερος</i>, [[μικρότερος]] από τον ελάχιστο, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάχιστος:''' (ᾰ) [superl. к [[ἐλαχύς]], [[μικρός]] и [[ὀλίγος]] малейший, самый малый, наименьший ([[γέρας]] HH; [[δύναμις]] Her.; [[ναῦς]] μέγισται καὶ ἐλάχισται Thuc.; [[χρόνος]] Arst.): ἐ. τὸν ἀριθμόν Arst. численно ничтожный; δι᾽ ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Thuc. в самое короткое время; τὸ ἐλάχιστον Her., Xen., Plat., ἐπ᾽ ἐλάχιστον Thuc. и ἐλάχιστα Thuc., Plat. по меньшей мере; παρ᾽ ἐλάχιστον Dem. чуть было (не); περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. не ставить ни во что; ἐλαχίστου λόγου εἶναι Her. иметь самое небольшое значение; [[ἔστι]] τὸ [[ἴσον]] ἐν ἐλαχίστοις [[δυσίν]] Arst. равенство предполагает по крайней мере два предмета; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ [[πῦρ]]) Thuc. огонь чуть было (их) не уничтожил.
}}
}}