πονήρευμα: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πονήρευμα:''' τό, απατηλό [[τέχνασμα]], πονηρό [[μηχάνευμα]], σε πληθ., σε Δημ.
|lsmtext='''πονήρευμα:''' τό, απατηλό [[τέχνασμα]], πονηρό [[μηχάνευμα]], σε πληθ., σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''πονήρευμα:''' ατος τό дурной поступок Dem.
}}
}}