ἀκαιρία: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαιρία:''' ἡ ([[ἄκαιρος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ακαταλληλότητα]] των καιρών, των συγκυριών, το άκαιρο τον συνθηκών, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] ευκαιρίας, [[απουσία]] ευνοϊκής συγκυρίας· <i>τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀκαιρία:''' ἡ ([[ἄκαιρος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[ακαταλληλότητα]] των καιρών, των συγκυριών, το άκαιρο τον συνθηκών, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[έλλειψη]] ευκαιρίας, [[απουσία]] ευνοϊκής συγκυρίας· <i>τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαιρία:''' ἡ<b class="num">1)</b> несвоевременность, неподходящий момент Plat., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> неблагоприятный сезон, дурное время года Plat.: ἀκαιρίαι τῶν πνευμάτων Arst. сезон неблагоприятных ветров;<br /><b class="num">3)</b> бестактность, надоедливость Plat., Plut.;<br /><b class="num">4)</b> недостаток или отсутствие времени Plut.
}}
}}