εὔαγρος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]], επιτυχημένος σε αυτό, σε Σοφ., Ανθ.
|lsmtext='''εὔαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]], επιτυχημένος σε αυτό, σε Σοφ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔαγρος:''' <b class="num">1)</b> счастливый на охоте: τὸν εὔαγρον τελειῶσαι [[λόχον]] Soph. совершить успешное нападение;<br /><b class="num">2)</b> сулящий большой улов ([[νῆσος]] εὔ. ἐπ᾽ ἰχθύσι Anth.).
}}
}}