3,274,921
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐτάω:''' Επικ. προστ. <i>οὔτᾰε</i>· Ιων. παρατ. <i>οὔτασκον</i>· αόρ. αʹ <i>οὔτησα</i>, Ιων. <i>οὐτήσασκον</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>οὐτηθείς</i>· (επίσης, όπως αν προερχόταν από το οὔτημι), Επικ. γʹ ενικ. αορ. <i>οὖτᾰ</i>, απαρ. [[οὐτάμεναι]], [[οὐτάμεν]]· μτχ. (με Παθ. [[σημασία]]) [[οὐτάμενος]],<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], [[χτυπώ]] με οποιοδήποτε είδος όπλου· [[οὖτα]] δὲ [[δουρί]], [[οὐτάω]] ἔγχεϊ, <i>χαλκῷ</i> κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κυρίως]] αντίθ. προς το [[βάλλω]], [[τραυματίζω]] χτυπώντας ή σύροντας, στο ίδ.· πρβλ. [[οὐτάζω]]· <i>κατ' οὐταμένην ὤτειλήν</i>, από [[τραύμα]] που προκλήθηκε από [[χτύπημα]], στο ίδ.· τὸ [[ξίφος]] διανταίαν (<i>πληγὴν</i>) <i>οὐτᾷ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, γενικά, [[χτυπώ]], [[πλήττω]], όπως το [[βάλλω]], σε Ευρ. | |lsmtext='''οὐτάω:''' Επικ. προστ. <i>οὔτᾰε</i>· Ιων. παρατ. <i>οὔτασκον</i>· αόρ. αʹ <i>οὔτησα</i>, Ιων. <i>οὐτήσασκον</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>οὐτηθείς</i>· (επίσης, όπως αν προερχόταν από το οὔτημι), Επικ. γʹ ενικ. αορ. <i>οὖτᾰ</i>, απαρ. [[οὐτάμεναι]], [[οὐτάμεν]]· μτχ. (με Παθ. [[σημασία]]) [[οὐτάμενος]],<br /><b class="num">1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], [[χτυπώ]] με οποιοδήποτε είδος όπλου· [[οὖτα]] δὲ [[δουρί]], [[οὐτάω]] ἔγχεϊ, <i>χαλκῷ</i> κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κυρίως]] αντίθ. προς το [[βάλλω]], [[τραυματίζω]] χτυπώντας ή σύροντας, στο ίδ.· πρβλ. [[οὐτάζω]]· <i>κατ' οὐταμένην ὤτειλήν</i>, από [[τραύμα]] που προκλήθηκε από [[χτύπημα]], στο ίδ.· τὸ [[ξίφος]] διανταίαν (<i>πληγὴν</i>) <i>οὐτᾷ</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, γενικά, [[χτυπώ]], [[πλήττω]], όπως το [[βάλλω]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐτάω:''' (part. med.-pass. [[οὐτάμενος]]) поражать, ранить (τινὰ χαλκῷ Hom.): οὐ. κατ᾽ ἀσπίδα Hom. ударить (копьем) в щит; κεῖται οὐτηθείς Hom. он лежит раненый, пораженный насмерть; οὐταμένη [[ὠτειλή]] Hom. нанесенная рана - см. тж. [[οὐτάζω]]. | |||
}} | }} |