3,270,341
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεκτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ἀνέχομαι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], [[κυρίως]] με αρνητ., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αρνητ., αυτό που μπορεί να γίνει ανεκτό, που μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, σε Όμηρ.· οὐκ [[ἀνεκτῶς]] [[ἔχει]], δεν είναι υποφερτό, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνεκτός:''' -όν, ρημ. επίθ. του <i>ἀνέχομαι</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποφερτός]], [[ανεκτός]], [[κυρίως]] με αρνητ., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αρνητ., αυτό που μπορεί να γίνει ανεκτό, που μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, σε Όμηρ.· οὐκ [[ἀνεκτῶς]] [[ἔχει]], δεν είναι υποφερτό, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεκτός:''' 2, Diog. L. 3 [adj. verb. к [[ἀνέχω]] выносимый, терпимый, сносный ([[κακόν]] Hom.; ἔπαινοι Thuc.; [[ἄνδρες]] [[μόγις]] ἀνεκτοί Lys.): ἦ [[ταῦτα]] δῆτ᾽ ἀνεκτά; Soph. да разве это терпимо?; преимущ. οὐκ ἀ. невыносимый, нестерпимый (ἔργα Hom.; [[βαρύτης]] Plut.). | |||
}} | }} |