ἐπείσακτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπείσακτος:''' -ον, αυτός που εισήχθη [[επιπλέον]]· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Ευρ., Δημ.
|lsmtext='''ἐπείσακτος:''' -ον, αυτός που εισήχθη [[επιπλέον]]· αυτός που εισάγεται από έξω, εισαγόμενος, [[αλλοδαπός]], [[ξένος]], σε Ευρ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπείσακτος:''' Eur., Plat. etc. = [[ἐπεισαγώγιμος]].
}}
}}