πατριωτικός: Difference between revisions

3b
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πατριωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πατριώτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στον πατριωτισμό ή, στους πατριώτες ή στην [[πατρίδα]], ο [[εθνικός]] («πατριωτικά αισθήματα)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριώτη ή στην [[πατριά]] («πατριωτικὰ τεμένη», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[πατριωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πατριώτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στον πατριωτισμό ή, στους πατριώτες ή στην [[πατρίδα]], ο [[εθνικός]] («πατριωτικά αισθήματα)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριώτη ή στην [[πατριά]] («πατριωτικὰ τεμένη», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''πατριωτικός:''' соотечественный или соплеменный Arst.
}}
}}