ἐντευκτικός: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐντευκτικός:''' -ή, -όν, [[ευπροσήγορος]], [[γλυκομίλητος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐντευκτικός:''' -ή, -όν, [[ευπροσήγορος]], [[γλυκομίλητος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντευκτικός:''' доступный, общительный, обходительный (ἐ. καὶ [[πιθανός]] Plut.).
}}
}}