Anonymous

μέλαθρον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλαθρον:''' τό, Επικ. γεν. [[μελαθρόφιν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ταβάνι]], [[οροφή]] δωματίου ή (προτιμότερο) το κεντρικό [[δοκάρι]] που στηρίζει την [[οροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομήρ. Οδ. 19.544, «...το [[άκρο]] [[αυτού]] του δοκαριού έξω από το [[σπίτι]]».<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[στέγη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικία]], [[δωμάτιο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, στους Τραγ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''μέλαθρον:''' τό, Επικ. γεν. [[μελαθρόφιν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ταβάνι]], [[οροφή]] δωματίου ή (προτιμότερο) το κεντρικό [[δοκάρι]] που στηρίζει την [[οροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομήρ. Οδ. 19.544, «...το [[άκρο]] [[αυτού]] του δοκαριού έξω από το [[σπίτι]]».<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[στέγη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικία]], [[δωμάτιο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, στους Τραγ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μέλαθρον:''' τό<b class="num">1)</b> кровельная балка Hom., HH;<br /><b class="num">2)</b> кровельные стропила, кровля Hom.;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. дом, жилище, палата (Πριάμοιο Hom.; μελάθροις ἐν βασιλείοις Aesch.).
}}
}}