3,277,206
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέλαθρον:''' τό, Επικ. γεν. [[μελαθρόφιν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ταβάνι]], [[οροφή]] δωματίου ή (προτιμότερο) το κεντρικό [[δοκάρι]] που στηρίζει την [[οροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομήρ. Οδ. 19.544, «...το [[άκρο]] [[αυτού]] του δοκαριού έξω από το [[σπίτι]]».<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[στέγη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικία]], [[δωμάτιο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, στους Τραγ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''μέλαθρον:''' τό, Επικ. γεν. [[μελαθρόφιν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ταβάνι]], [[οροφή]] δωματίου ή (προτιμότερο) το κεντρικό [[δοκάρι]] που στηρίζει την [[οροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομήρ. Οδ. 19.544, «...το [[άκρο]] [[αυτού]] του δοκαριού έξω από το [[σπίτι]]».<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[στέγη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικία]], [[δωμάτιο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, στους Τραγ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέλαθρον:''' τό<b class="num">1)</b> кровельная балка Hom., HH;<br /><b class="num">2)</b> кровельные стропила, кровля Hom.;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. дом, жилище, палата (Πριάμοιο Hom.; μελάθροις ἐν βασιλείοις Aesch.). | |||
}} | }} |